τοπάρχης — governor of a district masc nom sg τοπαρχέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπάρχης — ο, ΝΜΑ τοπικός άρχων, διοικητής ενός διαμερίσματος, μιας επαρχίας, μιας περιοχής νεοελλ. 1. τοπικός πολιτικός παράγοντας 2. προύχοντας, προεστός αρχ. αστρολ. ζώδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + άρχης*] … Dictionary of Greek
τοπάρχαι — τοπάρχης governor of a district masc nom/voc pl τοπάρχᾱͅ , τοπάρχης governor of a district masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπαρχῶν — τοπάρχης governor of a district masc gen pl τοπαρχέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπάρχαις — τοπάρχης governor of a district masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπάρχην — τοπάρχης governor of a district masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπάρχῃ — τοπάρχης governor of a district masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
τοπαρχώ — έω, ΜΑ [τοπάρχης] είμαι τοπάρχης … Dictionary of Greek
τοπάρχας — τοπάρχᾱς , τοπάρχης governor of a district masc acc pl τοπάρχᾱς , τοπάρχης governor of a district masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)